υμνογραφικός

υμνογραφικός
-ή, -ό
που έχει σχέση με την υμνογραφία ή τον υμνογράφο (βλ. λλ.): Υμνογραφική τεχνική.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • υμνογραφικός — ή, ό, Ν [υμνογράφος] ο σχετικός με τον υμνογράφο ή με την υμνογραφία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”